- αναπάλλακτος
- ἀναπάλλακτος, -ον (Α) [ἀπαλλάσσω]1. ο στερεά προσκολλημένος κάπου, αναπόσπαστος, αμετακίνητος, μόνιμος2. αυτός που δεν έχει απαλλαγεί, δεν έχει φύγει από κάπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναπάλλακτος — irremovable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπάλλακτον — ἀναπάλλακτος irremovable masc/fem acc sg ἀναπάλλακτος irremovable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)